ἐξαφρίζεσθαι

ἐξαφρίζεσθαι
ἐξαφρίζομαι
pres inf mp
ἐξαφρίζω
remove the froth
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εξαφρίζω — και ξαφρίζω (AM ἐξαφρίζω) [αφρίζω] αφαιρώ τον αφρό που σχηματίζεται στην επιφάνεια υγρού που βράζει νεοελλ. αφαιρώ με δόλο ξένα πράγματα («ξάφρισε την περιουσία τού συνεταίρου του») μσν. αφρίζω υπερβολικά αρχ. 1. μεταβάλλω σε αφρό 2. μέσ. εξαντλώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”